- μαλακοπύρηνος
- μαλακοπύρηνος, -ον (Α)αυτός που έχει μαλακό πυρήνα, μαλακό κουκούτσι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + πυρήν, -ῆνος (πρβλ. σκληρο-πύρηνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλακοπύρηνα — μαλακοπύρηνος with soft kernel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακοπύρηνοι — μαλακοπύρηνος with soft kernel masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek